- αρχιερατικός
- -ή, -ό (AM ἀρχιερατικός, -ή, -όν)1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον αρχιερέα2. φρ. α) «αρχιερατική λειτουργία» — λειτουργία στην οποία χοροστατεί αρχιερέαςβ) «αρχιερατικός επίτροπος» — κληρικός εξουσιοδοτημένος από τον μητροπολίτη της περιφέρειας να ασκεί ορισμένα διοικητικά καθήκοντα (έκδοση αδειών γάμου κ.λπ.)3. το ουδ. ως ουσ. το Αρχιερατικόντο λειτουργικό βιβλίο που περιέχει τις ακολουθίες στις οποίες χοροστατεί αρχιερέας.
Dictionary of Greek. 2013.